ειδικευτείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ειδικευτείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ειδικεύομαι
- θα ειδικευτείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ειδικεύομαι
ειδικευτείς