Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνοφθόρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

εθνοφθόρος, -α/-ος, -ο(ν)

  1. που προκαλεί φθορά στο έθνος
    (σε καθαρεύουσα) η εθνοφθόρος μετανάστευσις

  Μεταφράσεις επεξεργασία