Ετυμολογία

επεξεργασία
εθνοφθόρος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

εθνοφθόρος, -α/-ος, -ο(ν)

  1. που προκαλεί φθορά στο έθνος
    ⮡  (σε καθαρεύουσα) η εθνοφθόρος μετανάστευσις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία