εθνική άμυνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
εθνική άμυνα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η συντονισμένη δράση της κυβέρνησης και του στρατού ώστε να διασφαλίζονται τα εθνικά σύνορα
- ο στρατός μιας χώρας
- το υπουργείο άμυνας και δευτερογενώς οι μυστικές και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες
Δείτε επίσης επεξεργασία
- National security στην αγγλική Βικιπαίδεια