Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εθίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εθίζω
  2. θα εθίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εθίζω