Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εγκυμονήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκυμονώ
  2. θα εγκυμονήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκυμονώ