εγκυμονήσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεγκυμονήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκυμονώ
- θα εγκυμονήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκυμονώ
εγκυμονήσουν