εγκληματικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εγκληματικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐγκληματικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε εγκληματικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα επεξεργασία
εγκληματικώς
Πηγές επεξεργασία
- «εγκληματικός (& εγκληματικά, -ώς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)