εγκληματήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εγκληματήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκληματώ
- θα εγκληματήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκληματώ
εγκληματήσεις