Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εγγυοδοτήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγγυοδοτώ
  2. θα εγγυοδοτήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγγυοδοτώ