Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγγυοδοτώ < εγγυοδότης +

  Ρήμα επεξεργασία

εγγυοδοτώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία