Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εγγίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγγίζω
  2. θα εγγίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγγίζω