Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εγγίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος εγγίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγγίζω
  3. θα εγγίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγγίζω