εγέρασε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈʝe.ɾa.se/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γέ‐ρα‐σε
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εγέρασε
- παλιότερος τύπος του γέρασε, γ' πρόσωπο ενικού οριστικής αορίστου του ρήματος γερνάω / γερνώ
- ↪ ο λύκος κι αν εγέρασε...
- πολυτονική γραφή: ἐγέρασε στα παλιότερα κείμενα