Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γέρασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈʝe.ɾa.se
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
γέ‐ρα‐σε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
γέρασε
γ' πρόσωπο ενικού οριστικής αορίστου του ρήματος
γερνάω
/
γερνώ
παλιότερος τύπος:
εγέρασε
β' πρόσωπο ενικού προστακτικής αορίστου του ρήματος
γερνάω
/
γερνώ
άλλες μορφές:
γέρνα