δώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δίνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δίνω
- θα δώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δίνω
δώσει