Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δωροδόκησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δωροδόκησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δωροδοκώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δωροδοκώ