Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δωρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δωρίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δωρίζω
  3. θα δωρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δωρίζω