Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δυσκολευτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυσκολεύομαι
  2. θα δυσκολευτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυσκολεύομαι