δυσκολευτούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδυσκολευτούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυσκολεύομαι
- θα δυσκολευτούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυσκολεύομαι