Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δυσαρεστήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δυσαρεστώ
  2. θα δυσαρεστήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δυσαρεστώ