Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυνάστευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δυνάστευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δυναστεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δυναστεύω