Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δρομολογήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δρομολογώ
  2. θα δρομολογήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δρομολογώ