δραστηρίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραστηρίως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δραστηρίως. Συγχρονικά αναλύεται σε δραστήρι(ος) + -ως.
Επίρρημα
επεξεργασίαδραστηρίως
Πηγές
επεξεργασία- «δραστήριος (& δραστήρια, δραστηρίως» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δραστηρίως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δραστήρι(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαδραστηρίως
Πηγές
επεξεργασία- δραστηρίως, δραστήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.