Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δραπετεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δραπετεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δραπετεύω
  3. θα δραπετεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δραπετεύω