Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δοξολογήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δοξολογώ
  2. θα δοξολογήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δοξολογώ