δοξολογήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δοξολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δοξολογώ
- θα δοξολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δοξολογώ
δοξολογήσεις