Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δολοφόνησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δολοφονώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δολοφονώ