δολοπλοκήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδολοπλοκήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δολοπλοκώ
- θα δολοπλοκήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δολοπλοκώ
δολοπλοκήσεις