Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δολοπλοκήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δολοπλοκώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δολοπλοκώ
  3. θα δολοπλοκήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δολοπλοκώ