δολιχοδρομήσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδολιχοδρομήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δολιχοδρομώ
- θα δολιχοδρομήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δολιχοδρομώ
δολιχοδρομήσω