δοκιμαστεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δοκιμαστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δοκιμάζομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δοκιμάζομαι
- θα δοκιμαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δοκιμάζομαι