Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δοκιμαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος δοκιμάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δοκιμάζομαι
  3. θα δοκιμαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δοκιμάζομαι