Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δογματίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δογματίζω
  2. θα δογματίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δογματίζω