δογματίσουν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδογματίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δογματίζω
- θα δογματίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δογματίζω
δογματίσουν