Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διόλου < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðʝo.lu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διό‐λου

  Επίρρημα επεξεργασία

διόλου (ποσοτικό επίρρημα)

  • καθόλου (δηλώνει απόλυτη άρνηση)
    δεν έχω διόλου διάθεση να βγούμε σήμερα.
    δεν έχω διόλου χρόνο για χάσιμο.

  Μεταφράσεις επεξεργασία