Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διψάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διψώ
  2. θα διψάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διψώ