Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διχοτόμησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διχοτόμησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διχοτομώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διχοτομώ