διχογνωμήσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διχογνωμήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διχογνωμώ
- θα διχογνωμήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διχογνωμώ