Ετυμολογία

επεξεργασία
δισυλλάβως < δισύλλαβ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

δισυλλάβως (ελληνιστική κοινή)

  1. (γραμματική) δισύλλαβα, με δισύλλαβη εκφορά (όπως για ονόματα)
  2. διπλά, με δύο τρόπους