δισκοπότηρον
Ετυμολογία
επεξεργασία- δισκοπότηρον: λέξη του 11ου αιώνα < δισκοποτήρ(ιον) + -ον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδισκοπότηρον ουδέτερο
- (εκκλησιαστικός όρος) το δισκοπότηρο
- άλλες μορφές: δισκοπότηρο, δισκοποτήριον
Πηγές
επεξεργασία- δισκοπότηρον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δισκοπότηρον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].