Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διπλασιαστούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διπλασιάζομαι
  2. θα διπλασιαστούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διπλασιάζομαι