διοχετεύσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διοχετεύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διοχετεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διοχετεύω
- θα διοχετεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διοχετεύω