Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διομολογήσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διομολογώ
  2. θα διομολογήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διομολογώ