διολίσθησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διολίσθησις: μαρτυρείται από το 1883 στον πληθυντικό διολισθήσεις (εννοείται γής) [1] < διολισθάνω / διολισθαίνω, διολισθη- + -σις → και δείτε τη λέξη διολίσθηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
διολίσθησις θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 295, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου