δικτυωθούμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
δικτυωθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δικτυώνομαι
- θα δικτυωθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δικτυώνομαι