διευρυνθεί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διευρυνθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διευρύνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διευρύνομαι
- θα διευρυνθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διευρύνομαι