Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διευρυνθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διευρύνομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διευρύνομαι
  3. θα διευρυνθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διευρύνομαι