Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διευκόλυνσις < διευκολύν(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διευκόλυνσις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία