Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διεκτραγῴδησις (μαρτυρείται από το 1896) [1] < διεκτραγῳδῶ (διεκτραγωδώ), διεκτραγῳδη- + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διεκτραγῴδησις θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 289, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία