διεκτραγωδήσουμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιεκτραγωδήσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεκτραγωδώ
- θα διεκτραγωδήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεκτραγωδώ