Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διεκτραγωδήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διεκτραγωδώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεκτραγωδώ
  3. θα διεκτραγωδήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεκτραγωδώ