διεισδύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιεισδύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος διεισδύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεισδύω
- θα διεισδύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεισδύω