διεθνοποιήσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
διεθνοποιήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διεθνοποιώ
- θα διεθνοποιήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διεθνοποιώ